Οι κυνηγετικές οργανώσεις, στην Ελλάδα, είναι οικονομικά εύρωστα σωματεία που διαθέτουν πολλαπλά νομικά, επικοινωνιακά και επιστημονικά επιτελεία, στελεχωμένα με ικανά και καλά αμειβόμενα στελέχη. Μέσω της οικονομικής τους ευρωστίας, επίσης, διασφαλίζουν τη στήριξη πολιτικών, δημοσιογράφων, καθηγητών πανεπιστημίου, ακόμη και ατόμων που ανήκουν στον ευρύτερο οικολογικό χώρο. Παράλληλα, λειτουργούν ως εκδοτήρια αδειών θήρας, ισχυριζόμενες ότι διευκολύνουν τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, παρέχοντας διοικητική υποστήριξη προκειμένου τα Δασαρχεία να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις (ενός πλήρως αναχρονιστικού πλαισίου) ετήσιας ανανέωσης των αδειών θήρας το οποίο (παρότι ταλαιπωρεί τα ίδια τα μέλη τους) είναι πλήρως συμβατό προς τις επιδιώξεις της ηγετικής τους ομάδας.

Όσον αφορά στα ζητήματα της προκλητικά υψηλής χρηματοδότησής τους, αυτοπροσδιορίζονται ως αυτοχρηματοδοτούμενες διατυμπανίζοντας σε κάθε ευκαιρία ότι δεν αντλούν ούτε ένα Ευρώ από το ελληνικό δημόσιο. Παράλληλα, επαίρονται ότι παράγουν σημαντικότατο φιλοθηραματικό έργο και ότι συντηρούν τη λειτουργία των ιδιωτικών φυλάκων θήρας, βασιζόμενοι αποκλειστικά και μόνο σε ίδιους πόρους και δη στα χρήματα των ιδίων των κυνηγών.

Με την επιχειρηματολογία αυτή επιδιώκουν και εν πολλοίς επιτυγχάνουν δύο σημαντικά αποτελέσματα. Αφενός μεν αποπροσανατολίζουν την όποια συζήτηση ή αντιπαράθεση ώστε εν τέλει αποφεύγουν κάθε μορφής κριτική σχετικά με, τις προτεραιότητες, τη σκοπιμότητα των δαπανών και την εν γένει διαχείριση των «δικών τους χρημάτων» αφετέρου δε ενδύονται ενός ιδιαίτερα κολακευτικού μανδύα που προσδίδει σημαντικό ηθικό πλεονέκτημα διότι εμφανίζονται ως ομάδα αγνής και άδολης προσφοράς που στηρίζει έμπρακτα τις φιλοπεριβαλλοντικές προσπάθειές της και μάλιστα για το καλό όχι μόνο των κυνηγών αλλά ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου.

Είναι όμως η προβαλλόμενη εικόνα αληθινή;

Για την κατανόηση του ζητήματος είναι απαραίτητη η περιληπτική αναφορά στο Νομοθετικό Διάταγμα 86 του έτους 1969 όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και ισχύει σήμερα, δια του οποίου ρυθμίζονται έως σήμερα τα περί θήρας ζητήματα εις τα οποία εμπίπτουν και τα περί οικονομικής εξυπηρέτησης των κυνηγετικών οργανώσεων.

Οι κυνηγοί κατά την αρχική έκδοση ή την ετήσια ανανέωση της άδειας θήρας, καλούνται να καταβάλουν το άθροισμα δύο επί μέρους χρηματικών ποσών. Το πρώτο αντιστοιχεί στα τέλη υπέρ Πράσινου Ταμείου (παλαιότερα Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας Κτηνοτροφίας & Δασών) και το δεύτερο στη συνδρομή υπέρ των αναγνωρισμένων κυνηγετικών οργανώσεων.

Εξ’ αυτών τα τέλη υπέρ Πρασίνου Ταμείου διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ήτοι τοπικής άδειας (για τα όρια μίας Περιφερειακής ενότητας, πρώην Νομού), Περιφερειακής άδειας (για τα όρια μιας εκ των επτά Κυνηγετικών περιφερειών) και γενικής άδειας (για όλη την επικράτεια) και φυσικά κλιμακώνονται ανάλογα.

Αντίθετα οι εισφορές υπέρ των Κυνηγετικών Οργανώσεων εμφανίζονται ως ένα σταθερό χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για κάθε μια άδεια θήρας ανεξαρτήτως κατηγορίας.

Τα ως άνω ποσά καθορίζονται με Αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος ο οποίος δύναται να τα αυξομειώνει με απόλυτη ελευθερία και κατά συνέπεια να μεταβάλει την μεταξύ τους αναλογία.

Όμως, κατά το παρελθόν, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Παρότι η χρηματοδότηση των αναγνωρισμένων κυνηγετικών οργανώσεων εμφανίζεται ήδη από το έτος 1929, ωστόσο, σύμφωνα με το ήδη καταργημένο άρθρο 214 §6 Ν. 4173/29 (ΦΕΚ 205/τ.Α’/19-6-1929), η ετήσια συνδρομή των κυνηγετικών σωματείων δεν εδύνατο να υπερβαίνει το ήμισυ των καθορισμένων τελών της τοπικής αδείας θήρας. Υπήρχε δηλαδή κατά την αρχική περίοδο ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο οικονομικής σχέσης μεταξύ Δημοσίου και Κυνηγετικών Οργανώσεων.

Μεταγενέστερα, με το ΑΝ 525/68 οι διατάξεις του οποίου ενσωματώθηκαν κατά την κωδικοποίηση της Δασικής Νομοθεσίας στο ΝΔ 86/69 «Περί δασικού Κώδικα» δόθηκε εξουσιοδότηση στον Υπουργό να αυξάνει τα ποσά, χωρίς να καθορίζεται η μεταξύ τους αναλογία.

Μετά δε δύο χρόνια, με το άρθρο 12 ΝΔ 996/71 (ΦΕΚ 192/τ. Α’/6-10-1971) δια του οποίου αντικαταστάθηκε η §3 του άρθρου 262 ΝΔ 86/69, εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός να αυξομειώνει τα ποσά. Δηλαδή, έγινε ένα βήμα παραπέρα καθώς όχι μόνο έπαψε να υπάρχει η κλειδωμένη αναλογία, αλλά δόθηκε η δυνατότητα άμεσης μεταφοράς πόρων από το ένα επί μέρους ποσό στο άλλο. Είναι προφανές ότι κάποιοι εποφθαλμιούσαν τα ποσά που συγκεντρώνονταν στο τότε Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας Κτηνοτροφίας & Δασών (ήδη Πράσινο Ταμείο).

Ο δρόμος για την ισχυροποίηση των κυνηγετικών οργανώσεων εις βάρος των πόρων του Ελληνικού Δημοσίου ήταν ήδη ανοικτός. Οπότε, τα επόμενα έτη, ενώ η αθροιστική εξέλιξη των τελών έκδοσης άδειας θήρας και των συνδρομών υπέρ των κυνηγετικών οργανώσεων (δηλαδή το συνολικό ποσό που εν τέλει καλείται να καταβάλει ο κυνηγός προκειμένου να εκδώσει άδεια θήρας) παρουσίαζε, όπως ήταν αναμενόμενο, διαρκή αυξητική μορφή ακλουθώντας τη συνολική τάση των οικονομικών μεγεθών της χώρας, η αναλογία μεταξύ τελών έκδοσης άδειας θήρας σε σχέση προς τις συνδρομές υπέρ των Κυνηγετικών Οργανώσεων, κατέγραφε δραματικές μετατοπίσεις χρηματικών ποσών από το Πράσινο Ταμείο προς τους τραπεζικούς λογαριασμούς των Κυνηγετικών Οργανώσεων. Γεγονός που συνιστά πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας, εκχώρηση δημοσίων πόρων.

Συμπερασματικά, οι κυνηγετικές οργανώσεις είναι αμιγώς κρατικοδίαιτα σωματεία ενώ η πάγια επιχειρηματολογία τους περί δήθεν αυτοχρηματοδότησης, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα βολικό σόφισμα.

Η κρατική χρηματοδότηση των Κυνηγετικών Οργανώσεων πραγματοποιείται με σαφή πλην όμως συγκεκαλυμμένο τρόπο καθώς τα χρήματα εκχωρούνται τη στιγμή της έκδοσης της άδειας θήρας, δηλαδή πριν εισρεύσουν σε οποιονδήποτε κρατικό λογαριασμό και χωρίς να καταγραφούν ως δημόσια έσοδα. Η κρατική χρηματοδότηση υπό την μορφή τακτικών εισφορών κυμαίνεται περί τα 10.000.000€ ετησίως. Εάν δε συνυπολογιστούν επιπλέον και οι, με την έγκριση και εγγύηση του δημοσίου, επιβαλλόμενες έκτακτες εισφορές, τότε το συνολικό ετήσιο ποσό σίγουρα ξεπερνά τα 12.000.000€.

Το αναχρονιστικό μοντέλο εκχώρησης δημοσίων πόρων πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία εκτός των άλλων έχουν αναγορευτεί, κατά τρόπο αμφιβόλου Συνταγματικότητας, σε φορείς δημόσιας εξουσίας πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού σε επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που η Δασική Υπηρεσία στερείται αυτονόητων μέσων για να ανταποκριθεί στην αποστολή της (αυτοκίνητα, καύσιμα, ασυρμάτους, οπλισμό, κιάλια κλπ), τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον καταλύτη προκειμένου να τεθεί σε αποτελεσματική λειτουργία ο κρατικός μηχανισμός ως ο μόνος που υπηρετεί κατά τεκμήριο το δημόσιο συμφέρον.

Παράλληλα, θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν με τρόπο διαφανή, ανεξάρτητες – αξιόπιστες έρευνες καθώς και δράσεις σχετικά με την άγρια πανίδα.

Φυσικά, δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι οι Κυνηγετικές Οργανώσεις θα εγκαταλείψουν τα προνόμια και κυρίως τα χρήματα που λαμβάνουν, αμαχητί. Είναι δεδομένο ότι θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα πίεσης που έχουν στη διάθεσή τους και με δεδομένη την οικονομική τους ευρωστία, θα βρουν συμμάχους από όλα τα μήκη και τα πλάτη της κοινωνίας (τα χρηματικά ποσά είναι ασύλληπτου μεγέθους και σίγουρα οι ωφελούμενοι θα προσπαθήσουν να τα διατηρήσουν).

Άρα για την επίτευξη οποιασδήποτε αλλαγής, θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή, τεκμηριωμένη και διαρκής προσπάθεια.

Άλλωστε η θήρα, εκτός της βιολογικής πλευράς, έχει και μια σημαντική πολιτική-οικονομική διάσταση η οποία μέχρι σήμερα, είτε αγνοείται είτε σκοπίμως παραβλέπεται.

Στο διάγραμμα που ακολουθεί παρουσιάζεται συγκριτικά, η διαχρονική εξέλιξη των τελών υπέρ Πράσινου Ταμείου σε σχέση προς τις Συνδρομές υπέρ των Κυνηγετικών Οργανώσεων. Η διαρκής μεταβολή της αναλογίας των δύο επί μέρους ποσών προς όφελος των Κυνηγετικών οργανώσεων είναι περισσότερο από εμφανής. Ενώ κατά την κυνηγετική περίοδο 1980-1981, η συνδρομή υπέρ των κυνηγετικών Οργανώσεων για την έκδοση μιας τοπικής άδειας θήρας υστερούσε των τελών υπέρ του Δημοσία κατά 33%, την κυνηγετική περίοδο 2020-2021 τα αντίστοιχα τέλη εμφανίζουν τη συνδρομή υπέρ των Κυνηγετικών Οργανώσεων υψηλότερη των τελών υπέρ του Δημοσίου κατά 650%.

Τη κυνηγετική περίοδο 2021-2022 ο Υπουργός αποφάσισε να “αποζημιώσει” τους κυνηγούς μηδενίζοντας τα τέλη του δημοσίου σε όσους από αυτούς είχαν εκδώσει άδεια θήρας κατά το προηγούμενο κυνηγετικό έτος. Το σκεπτικό ήταν ότι οι κυνηγοί έπρεπε να αποζημιωθούν διότι λόγω της επιβολής σημαντικών απαγορεύσεων στις μετακινήσεις με στόχο τον έλεγχο της διασποράς της πανδημίας COVID-19, περιορίστηκε η δυνατότητα άσκησης της θηρευτικής δραστηριότητας. Βέβαια δεν υπήρξε ανάλογη ευαισθησία προκειμένου περί άλλων καταβληθέντων τελών ή φόρων όπως επί παραδείγματι, των τελών κυκλοφορίας, παρά την απαγόρευση χρήσης των οχημάτων ως αποτέλεσμα της απαγόρευσης των μετακινήσεων.

Βέβαια, οι συνδρομές υπέρ των κυνηγετικών οργανώσεων όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αντίθετα αυξήθηκαν από το ποσό των 65,00€ στο ποσό των 80,00€. Δηλαδή οι κυνηγετικές οργανώσεις σε συνεργασία με τον Υπουργό Περιβάλλοντος, άδραξαν την ευκαιρία και εκμεταλλευόμενες τις περίεργη περίοδο της πανδημίας, αύξησαν τα έσοδά τους κατά 23%.

Λίγο νωρίτερα μάλιστα είχαν θέσει σε διαθεσιμότητα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δυο μηνών, τους ιδιωτικούς φύλακες θήρας, επιτυγχάνοντας σημαντικό οικονομικό όφελος λόγω της μείωσης των δαπανών μισθοδοσίας.

Συμπερασματικά, μετέτρεψαν την πανδημία σε χρυσή ευκαιρία και ενίσχυσαν την οικονομική τους ισχύ, μειώνοντας τα έξοδα εκ παραλλήλου με την ταυτόχρονη αύξηση των εσόδων τους. Αναμένεται με ενδιαφέρον η επόμενη κυνηγετική περίοδος καθώς η επιστροφή των τελών του δημοσίου, θα αποκαλύψει την αύξηση στην τιμή της άδειας θήρας.

Οι κυνηγετικές Οργανώσεις θα προσπαθήσουν για άλλη μια φορά να στρεβλώσουν την πραγματικότητα ώστε να αποκρύψουν ότι στραφήκαν εναντίον των συμφερόντων των μελών τους, προκαλώντας σημαντικό περιορισμό του οφέλους από την έλλειψη των τελών του δημοσίου. Θεωρείται βέβαιο ότι κατ’ αρχήν θα ζητήσουν από τον Υπουργό να μειώσει τα τέλη του δημοσίου για την κυνηγετική περίοδο 2022-2023 και σε περίπτωση που αρνηθεί θα τον κατηγορήσουν ότι η τιμή των αδειών αυξήθηκε με δική του ευθύνη διότι απέρριψε τις … εύλογες και λογικές προτάσεις τους.

Βιβλιογραφία:

Βαφείδης Μιχ. Παναγιώτης, Κυνηγετικές Οργανώσεις. Αυτοχρηματοδοτούμενα ή μήπως Αμιγώς Κρατικοδίαιτα Σωματεία; (2016) Συνέδριο Ελληνικής Οικολογικής Εταιρείας, Προφορική παρουσίαση.