Το πρώτο πουλί, ο αρχαιοπτέριξ, μοιράστηκε τον κόσμο, μαζί με τις γιγάντιες σαύρες, τους δεινόσαυρους, κατά την Ιουράσσια περίοδο, 180 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Κατά την Μειόκαινο εποχή, 25 εκατομμύρια χρόνια πριν, ήταν η χρυσή εποχή των αρπακτικών πουλιών. Η Μειόκαινος ήταν μαρτυράς της εμφάνισης των θαλασσαετών, των γυπών και των γερακιών.
Σήμερα τα γεράκια αντιπροσωπεύονται παγκοσμίως από 60 διαφορετικά είδη, με το μικρότερο σε μέγεθος, να ζυγίζει 40 γραμμάρια και να έχει ύψος 15 εκατοστά, ενώ το μεγαλύτερο, να ζυγίζει αντίστοιχα 1600 γραμμάρια, με ύψος 60 εκατοστά.
Όταν οι Θεοί των πουλιών αποφάσισαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην απόλυτη δύναμη του Πετρίτη, (Falco peregrinus) και την εύθραυστη ομορφιά του Δεντρογέρακου, (Falco subbuteo) δημιούργησαν τον Μαυροπετρίτη, (Falco eleonorae).
Στους ορνιθολογικούς κύκλους είναι περισσότερο γνωστό με το όνομα Ελεονόρα ή γεράκι της Ελεονόρας, όνομα που του έδωσε ο ζωολόγος Gene προς τιμή της πριγκίπισσας Ελεονόρας της Σαρδηνίας που τον 14ο αιώνα εξέδωσε νόμους όπου μεταξύ άλλων προστάτευε και τα αρπακτικά πουλιά.
Ο Μαυροπετρίτης είναι ένα μεσαίου μεγέθους γεράκι, με ύψος περίπου 40 εκατοστά, βάρος 350-450 γραμμάρια και άνοιγμα φτερών 87-104 εκατοστά.
Είναι μεταναστευτικό πουλί, που διαχειμάζει στην ανατολική Αφρική και κυρίως στη Μαδαγασκάρη.
Κατά τα μέσα με τέλη Οκτωβρίου ξεκινά από τη Μεσόγειο και περνά από το Σουέζ και την ερυθρά θάλασσα, στην νοτιοανατολική Αφρική.
Ακόμα και οι αποικίες που φωλιάζουν στη βορειοδυτική Αφρική ακολουθούν το ίδιο μεταναστευτικό δρόμο ταξιδεύοντας αρχικά 1000 χλμ. βορειοανατολικά, έπειτα 3500 χλμ. ανατολικά και τέλος 6000 χλμ. νότια, έως τη Μαδαγασκάρη.
Τα πρώτα πουλιά φθάνουν ξανά στην Ευρώπη, στις αρχές Απριλίου, ενώ προς το τέλος του μήνα τα περισσότερα έχουν ολοκληρώσει το Ανοιξιάτικο ταξίδι τους και έχουν επανεγκατασταθεί στους τόπους που θα φωλιάσουν.
Δύο είναι οι σημαντικοί παράγοντες που συνδέουν τον Μαυροπετρίτη με τον Ελλαδικό χώρο και κυρίως με τα νησιά του Αιγαίου.
Αρχικά ότι το πουλί αποτελεί ένα από τα πιο ολιγάριθμα Γεράκια παγκοσμίως, αφού ο συνολικός του πληθυσμός υπολογίζεται ανάμεσα στα 4.500 έως 7.000 ζευγάρια.
Αυτό συμβαίνει κυρίως, λόγω της πολύ περιορισμένης του γεωγραφικής κατανομής.
Εδώ εντοπίζεται και η μεγάλη αντίθεση με τον «πρώτο εξάδελφο», Πετρίτη, ο οποίος εκτός από την Ανταρκτική, εμφανίζεται σχεδόν παντού αλλού στον πλανήτη .
Ενώ από την άλλη πλευρά, ο πληθυσμός του Μαυροπετρίτη που αναπαράγεται στην Ελλάδα υπερβαίνει το 60% του συνολικού, και υπολογίζεται σε 2.800 – 3.000 ζευγάρια, με το μεγαλύτερο όγκο ‘να κατοικεί’ στα νησιά του Αιγαίου.
Πέρα από τον Ελλαδικό χώρο, οι Μαυροπετρίτες φωλιάζουν στην Ιταλία (480 ζευγάρια), στην Ισπανία(> 300 ζευγάρια), στην Κύπρο, την Αλγερία και το Μαρόκο(περίπου 100 ζευγάρια) και από 30 έως 60 ζευγάρια αναπαράγονται στα Κανάρια νησιά, την Τυνησία και την Τουρκία.
Ο τυπικός βιότοπος του Μαυροπετρίτη είναι οι απόκρημνες ακρογιαλιές όπου και φωλιάζει, συχνά όμως πριν την αναπαραγωγική περίοδο και όταν κυνηγάει, απαντάται και σε μέρη της ενδοχώρας, μικρές πεδιάδες, παραλίες, ελαιώνες κ.α.
Απαντάται σε αποικίες των 5 έως 20 ζευγαριών, ενώ έχουν παρατηρηθεί και κοπάδια με 200 πουλιά.
Τα θηλυκά φθάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία στα δύο τους χρόνια και λιγότερες φορές στον πρώτο χρόνο. Τα αρσενικά στον τρίτο χρόνο.
Το ζευγάρωμά τους εάν δεν πεθάνει κάποιος από τους δύο συντρόφους, κρατά για όλη τους τη ζωή.
Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αναπαράγεται όπως τα περισσότερα είδη πουλιών την Άνοιξη, αλλά αργά το Καλοκαίρι, έτσι ώστε το μεγάλωμα των νεοσσών, να συμπέσει με τη φθινοπωρινή μετανάστευση των μικρών πουλιών, με τα οποία τρέφεται. Έως και εκατό αρσενικοί Μαυροπετρίτες από μία μεγάλη αποικία, μεταφέρονται προς την ανοικτή θάλασσα, με την ανατολή του ήλιου, πετώντας σε απόσταση 100, έως 200 μέτρων ο ένας από τον άλλο και σε διάφορα ύψη, έως και 1000 μέτρα πάνω από το νερό. Αυτό το «φράγμα» από γεράκια σε αναμονή, δημιουργεί μία τεράστια παγίδα, στην οποία τα μικρόπουλα αναπόφευκτα πέφτουν. Αρκετά γεράκια συνήθως συνεργάζονται για να πιάσουν ένα πουλί, το οποίο αφού κουράσουν, το οδηγούν προς το επίπεδο της θάλασσας. Εκεί το συλλαμβάνει ένας από τους Μαυροπετρίτες και το μεταφέρει στη φωλιά του. Η επιτυχία της κυνηγητικής τους μεθόδου μπορεί να είναι υψηλή.
Ο σημαντικότερος παράγοντας που απειλεί το Μαυροπετρίτη στην Ελλάδα είναι το κυνήγι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές περιοχές όπου οι Μαυροπετρίτες πετούν στις αρχές έως τα μέσα Αυγούστου, σε κοπάδια προς ανεύρεση τροφής, μετά τις 20 Αυγούστου, όπου τοποθετείται η έναρξη της κυνηγητικής περιόδου, δεν συναντάται σχεδόν κανένα πουλί.
Πολλοί Μαυροπετρίτες πυροβολούνται παράνομα και σκοτώνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα ή φθάνουν τραυματισμένοι στα νοσηλευτήρια άγριων ζώων της χώρας, συχνά με λιγοστές ελπίδες επανένταξης στη φύση.
Στην ΑΛΚΥΟΝΗ, το Σύλλογο Περίθαλψης και Προστασίας Άγριων Ζώων, με έδρα την Πάρο, από το 1995 μέχρι σήμερα έχουν φθάσει περίπου 350 Μαυροπετρίτες από τους οποίους περισσότεροι από μισοί ήταν πυροβολημένοι.
Αλλά ακόμα και το νόμιμο κυνήγι, σ΄αυτή την περίπτωση αποτελεί τεράστιο πρόβλημα, καθώς και μόνο η ηχητική ενόχληση από τους πυροβολισμούς δεν επιτρέπει στους Μαυροπετρίτες να πετούν σε ανεύρεση τροφής στο κρισιμότερο μάλιστα διάστημα που έχουν τους νεοσσούς στη φωλιά.
Η παράνοια της έναρξης της κυνηγητικής περιόδου στην Ελλάδα στις 20 Αυγούστου αποτελεί τεράστιο πλήγμα στο φώλιασμα του σπάνιου αυτού πουλιού.
Τέλος ένας άλλος παράγοντας απειλής, που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, είναι ο κακός εννοούμενος οικοτουρισμός.
Η ενόχληση των πουλιών στις φωλιές τους, ιδίως κατά τους μήνες που συμπίπτουν το φώλιασμα, με την τουριστική αιχμή, μπορεί να αποβεί μοιραία για τα αυγά ή τους νεοσσούς, που εγκαταλείπονται από τους γονείς και καταστρέφονται από την ηλιακή ακτινοβολία.
Για μία ακόμη φορά, η ανθρώπινη λογική που χτίζει νοσηλευτήρια αγρίων ζώων και σχέσεις φιλίας με το περιβάλλον, έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη ανισορροπία, που κρεμά στον ώμο της, άλλοτε την καραμπίνα και άλλοτε μία φωτογραφική μηχανή κόμπακτ.
Το αμφίβολο αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης χρωματίζει ιδιαίτερα έννοιες όπως, σύγχρονος πολιτισμός, εκπαίδευση, αγωγή κ.α.