ΠΡΟΣ

Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας

Τμήμα Διαχείρισης Άγριας Ζωής και Θήρας

Email: n.bokaris@prv.ypeka.gr

Γραφείο Υφυπουργού Περιβάλλοντος κου Αμυρά

Email: amiras@parliament.gr

Αθήνα, 26.05.2022

Αρ. Πρωτ. 002

Θέμα: Προτάσεις και παρατηρήσεις του Δικτύου για την Προστασία της Άγριας Ζωής -“SaveWild” για τη Ρυθμιστική Απόφαση για την κυνηγετική περίοδο 2022-2023

Αξιότιμες κυρίες/ Αξιότιμοι κύριοι,

Ενόψει της επικείμενης έκδοσης της νέας προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης με θέμα τη ρύθμιση της θηρευτικής δραστηριότητας στην ελληνική επικράτεια για την κυνηγετική περίοδο 2022-2023, το Δίκτυο για την Προστασία της Άγριας Ζωής – «SaveWild» επιθυμεί με την παρούσα να καταθέσει τις προτάσεις του. Συγκεκριμένα, προτείνουμε:

1. Δημόσια δημοσίευση όλων των μελετών που αφορούν στη ρυθμιστική

Βάσει του ν. 4048/2012, “Αρχές, διαδικασίες και μέσα καλής νομοθέτησης”, οι επιστημονικές μελέτες πάνω στις οποίες βασίζονται οι ρυθμιστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σε γνώση της επιστημονικής κοινότητας και να είναι διαθέσιμες για κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη.

Επιπρόσθετα, οι ρυθμιστικές αποφάσεις είναι κρίσιμο να βασίζονται στο σύνολο της διαθέσιμης επιστημονικής γνώσης που αφορά στη βιοποικιλότητα της χώρας. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σημαντικές διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες, που έχουν προκύψει από το Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ζώων, τα Προγράμματα Παρακολούθησης των ειδών, το Εθνικό Πρόγραμμα Εποπτείας, τους Καταλόγους Απειλούμενων Ειδών της IUCN, τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, τα φύλλα πληροφοριών για τις περιοχές του Δικτύου Natura 2000 και τις σχετικές υπό εκπόνηση Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες.

Επιπρόσθετα, ζητάμε να δημοσιευθούν και όλες οι μελέτες των προηγούμενων χρόνων, ώστε να υπάρξουν συγκριτικά στοιχεία για τον πληθυσμό των θηρεύσιμων ειδών και άλλων δεδομένων.

2. Έναρξη της κυνηγετικής περιόδου την 1η Οκτωβρίου

Η έναρξη της θήρας στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα για μια σειρά από λόγους:

Α. Επιπτώσεις στον τουρισμό

Την 20η Αυγούστου, ημερομηνία που ορίζεται συνήθως ως η έναρξη της κυνηγετικής περιόδου, η τουριστική περίοδος της χώρας μας σε κορύφωση. Πολλοί από τους αλλοδαπούς αλλά και τους ημεδαπούς τουρίστες, βρίσκονται σε περιοχές με έντονη κυνηγητική δραστηριότητα. Οι άνθρωποι αυτοί επιλέγουν την ύπαιθρο της χώρας μας με οικοτουριστικά κριτήρια, αλλά ακόμα και αν δεν είναι αμιγώς έτσι, σε κάθε περίπτωση η επαφή τους με τη φύση, οι περίπατοι και η παραμονή τους σε αυτή, είναι δραστηριότητες ασύμβατες με την άσκηση μια τόσο οχλούσας και δυνητικά επικίνδυνης δραστηριότητας, όπως το κυνήγι. Οι τουριστικές περιοχές κατακλύζονται από πολυάριθμους κυνηγούς, που ενοχλούν τους επισκέπτες και υπάρχουν πολλά σχετικά παράπονα από τουρίστες και επαγγελματίες του τουρισμού.

Το κυνήγι καταλαμβάνει και αναγκαστικά μονοπωλεί τη χρήση περιοχών κατάλληλων για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού, και λόγω της φύσης του, επικρατεί και δεν επιτρέπει την παράλληλη ανάπτυξη άλλης δραστηριότητας. Αποτελώντας μια «ψυχαγωγική» δράση που συντελεί στη μείωση, στην όχληση και στον εκφοβισμό της πανίδας είναι μοιραίο να συγκρούεται και να αποδυναμώνει την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα των ήπιων τουριστικών δραστηριοτήτων. Η παρουσία οπλισμένων κυνηγών, πολλές φορές και κατά μήκος των κεντρικών δρόμων είναι συχνή και καθόλου ενθαρρυντική και ασφαλής για τους επισκέπτες ή τους ντόπιους περιηγητές. Πέραν της ασυμβατότητας του κυνηγιού με τις δραστηριότητες του περιπατητικού οικοτουρισμού, του ορειβατικού τουρισμού, της ορνιθοπαρατήρησης, της φωτογραφίας άγριας φύσης, των εκπαιδευτικών περιηγήσεων αναγνώρισης και συλλογής ειδών βοτάνων, καρπών και μυκήτων, εγείρονται σημαντικά ερωτήματα ασφάλειας των επισκεπτών. Επιπλέον, η δυσκολία και η έλλειψη επαρκούς μηχανισμού ελέγχου της λαθροθηρίας, καθιστά ανασφαλή την επίσκεψη ακόμα και των περιοχών στις οποίες απαγορεύεται το κυνήγι.

Β. Επιπτώσεις στη μεταναστευτική ορνιθοπανίδα

Η οδηγία 2009/147/ΕΚ προβλέπει την προστασία των πουλιών κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων τους και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγάλη φθινοπωρινή μετανάστευσή τους. Προφανώς, η έναρξη της κυνηγετικής περιόδου μέσα στη φθινοπωρινή μετανάστευση, αντίκειται στις αρχές διατήρησης των πληθυσμών τους και της προστασίας της βιοποικιλότητας.

Γ. Επιπτώσεις στον Μαυροπετρίτη

Στην Ελλάδα αναπαράγεται το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού Μαυροπετρίτη, η αναπαραγωγή του οποίου ξεκινά τον Αύγουστο, με τα νεαρά πουλιά να μεγαλώνουν μέσα στον Σεπτέμβριο. Η χώρα μας έχει μεγάλη ευθύνη, σε παγκόσμιο επίπεδο, για τη διατήρηση αυτού του είδους. Παρόλα αυτά, στην ΑΛΚΥΟΝΗ – τον Σύλλογο Περίθαλψης και Προστασίας Άγριων Ζώων με έδρα την Πάρο – από το 1995 μέχρι σήμερα έχουν φθάσει περίπου 350 Μαυροπετρίτες, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς ήταν πυροβολημένοι.

Την περίοδο αυτή, το κρισιμότερο δηλαδή διάστημα που έχουν τους νεοσσούς στη φωλιά, ακόμα και το νόμιμο κυνήγι αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα, καθώς και μόνο η ηχητική ενόχληση από τους πυροβολισμούς δεν επιτρέπει στους Μαυροπετρίτες να πετούν για να βρούνε την τροφή τους.

3. Λήξη της κυνηγετικής περιόδου την 31η Ιανουαρίου για όλα τα είδη – Κατάργηση των κλιμακωτών ημερομηνιών

Η άσκηση της θήρας κατά τη διάρκεια της προγαμιαίας μετανάστευσης, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο για τα πουλιά απ’ ότι κατά τη λήξη της αναπαραγωγικής περιόδου, τον Αύγουστο.

Ήδη από τον Φεβρουάριο, πολλά πουλιά (θηρεύσιμα και μη) βρίσκονται στη φάση της αναπαραγωγής ή στη φάση της προγαμιαίας μετανάστευσης. Η όχληση και η άμεση θανάτωση των πουλιών σε αυτή τη φάση, έχει τεράστια επίδραση στην ικανότητά τους να αναπαραχθούν και να αυξήσουν τους πληθυσμούς τους. Η Ρυθμιστική Θήρας μέχρι τώρα θέτει κλιμακωτές ημερομηνίες για τη θήρα κάποιων ειδών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία των ακόλουθων προβλημάτων:

Α. Μεγάλη πιθανότητα σύγχυσης των ειδών που θηρεύονται με άλλα που δεν πρέπει να θηρεύονται

Παράγοντες της σύγχυσης είναι τόσο η έλλειψη εκπαίδευσης των κυνηγών πάνω στα είδη και την αναγνώρισή τους, όσο και οι ώρες που θηρεύονται τα πουλιά, που συχνά είναι πριν την ανατολή του ήλιου ή μετά τη δύση του, όπου το φως δεν επαρκεί για τη σωστή αναγνώρισή τους. Κύριος παράγοντας, που επηρεάζει ολόκληρη τη θηρευτική δραστηριότητα, είναι η πλημμελής επίβλεψη και ο έλεγχος της θήρας στο πεδίο.

Β. Όχληση της άγριας πανίδας

Η όχληση από την άσκηση της θήρας είναι μεγάλη και πρέπει να υπολογίζεται στη λήψη των αποφάσεων. Η όχληση από το κυνήγι επηρεάζει τόσο τα θηρεύσιμα είδη όσο και τα προστατευόμενα, έχει επιπτώσεις σε όλη την άγρια πανίδα και επηρεάζει σημαντικά τους βιότοπους. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, πολλά είδη ζώων βρίσκονται σε αναπαραγωγική περίοδο και η όχληση είναι κρίσιμης σημασίας για την επιβίωσή τους.

4. Απαγόρευση της θήρας στις πυρόπληκτες περιοχές της ελληνικής επικράτειας

Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/71052/2165/2021 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 3515/Β/2-8-2021, απαγορεύεται το κυνήγι: «1.8. Στις περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί Δασικές Απαγορευτικές Αποφάσεις Κυνηγίου, λόγω πυρκαγιών τα προηγούμενα έτη, όπως αναφέρεται στο σημείο (30) του προοιμίου της παρούσας και σε όσες περιοχές έχουν εκδοθεί και ισχύουν ή πρόκειται να εκδοθούν σχετικές αποφάσεις». Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απαγόρευση της θήρας δεν θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο μέσα στις εκτάσεις που καταστράφηκαν λόγω των πυρκαγιών, αλλά και σε μία ευρύτερη ζώνη όπου τα ζώα μετακινούνται αναγκαστικά προς αναζήτηση τροφής και για την αναπαραγωγή τους.

Για τους λόγους αυτούς ζητάμε:

Α. Την απαγόρευση της θήρας στις καμένες, καθώς και στις όμορες αυτών περιοχές, για τουλάχιστον 5 χρόνια, ώστε να δοθεί ικανός χρόνος στα φυσικά οικοσυστήματα να επανέλθουν.

Β. Τον καθορισμό μιας ευρύτερης ζώνης απαγόρευσης κυνηγιού, πλάτους 30 χλμ. περιμετρικά των ορίων των καμένων περιοχών. Η οριοθέτησή της θα πρέπει να καθορίζεται από εύκολα αναγνωρίσιμες θέσεις (π.χ. από δρόμους), ώστε να εντοπίζεται εύκολα από όλους (κυνηγούς, δασικούς υπαλλήλους, θηροφύλακες). Ο καθορισμός των ευρύτερων ζωνών προστασίας είναι αναγκαίος δεδομένου ότι δεν έχουν εκπονηθεί μελέτες που να ερευνούν την επίπτωση της θήρας στα οικοσυστήματα των καμένων και των γύρω από αυτές περιοχών, καθώς τα μεγάλα θηλαστικά (αγριόχοιροι, τσακάλια, λύκοι, κ.α.), αλλά και τα πουλιά, μετακινούνται για αρκετά χλμ. για εύρεση τροφής και για να βρουν κατάλληλο καταφύγιο.

Να υπενθυμίσουμε ότι μέχρι σήμερα η απαγόρευση της θήρας στις περιοχές γύρω από καμένες εκτάσεις, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κατά τόπους Δασαρχείων. Δυστυχώς, με το πρόσφατο παράδειγμα της καμένης Εύβοιας, αποδείχτηκε ότι τα κατά τόπους δασαρχεία δεν έλαβαν τις κατάλληλες ρυθμίσεις για την απαγόρευση της θήρας στις ευρύτερες των καμένων περιοχές, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλές καταγγελίες από πολίτες για κυνηγούς που σκότωσαν εκεί ό,τι ζώο είχε απομείνει.

5. Απαγόρευση της θήρας μέσα στις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000

Αντίθετα με ότι συμβαίνει σε άλλες χώρες, το κυνήγι στην Ελλάδα επιτρέπεται σε όλη την επικράτεια εκτός από ελάχιστα μέρη στα οποία απαγορεύεται, ακόμα και μέσα σε περιοχές με μοναδική βιοποικιλότητα και ιδιαίτερες φυσικές αξίες. Θέση μας είναι να απαγορευτεί το κυνήγι μέσα στις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000, καθώς δεν είναι συμβατό με την προστασία και την ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τον ήρεμο χαρακτήρα του τοπίου, στοιχεία τα οποία το Ελληνικό κράτος και η ευρωπαϊκή κοινότητα υποστηρίζουν με μελέτες, επιδοτήσεις και έργα. Η εφαρμογή και η επαύξηση χρηματοδοτικών εργαλείων για την προστασία των περιοχών του Δικτύου Natura 2000 έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με δραστηριότητες, όπως το κυνήγι, που υποβαθμίζουν την οικολογική ισορροπία των πληθυσμών σημαντικών ειδών πανίδας.

Πέρα από τη θανάτωση, οι επιπτώσεις της κυνηγετικής δραστηριότητας στην άγρια πανίδα εντοπίζονται στην όχληση που δέχονται οι πληθυσμοί των ειδών στις θέσεις τροφοληψίας και κούρνιας, όχληση που επιδρά στην ανάπτυξη και ευρωστία τους. Καθώς οι κυνηγοί εισχωρούν σε ευαίσθητα ενδιαιτήματα για τα είδη της άγριας πανίδας, αυξάνουν την κατάσταση στρες του συνόλου των ειδών και όχι μόνο των νόμιμων θηραμάτων, με αποτέλεσμα τα ζώα να μειώνουν τον χρόνο αποδοτικής τροφοληψίας, κοινωνικής συναναστροφής με τα άτομα του πληθυσμού τους και να στρέφονται σε δυσπρόσιτα και οριακά ενδιαιτήματα, τα οποία δεν προσφέρουν την ίδια ποιότητα και ποσότητας τροφής. Ο κυνηγός λειτουργεί ως ανταγωνιστής των μεγάλων θηρευτών και αρπακτικών ειδών, μειώνοντας τη φυσική τους λεία ή αυξάνοντας τη διαταραχή στους πληθυσμούς των ειδών, τα οποία οδηγούνται σε αυξημένη επαγρύπνηση δυσκολεύοντας τη θήρευσή τους από τα άγρια ζώα. Επιπρόσθετα, η αύξηση της άναρχης ανθρώπινης δραστηριότητας του κυνηγιού σε συνδυασμό με τη συνήθη εγκατάλειψη άδειων καλύκων, κουτιών φυσιγγιών και άλλων απορριμμάτων σε διάσπαρτες θέσεις, πέρα από την αισθητική υποβάθμιση του τοπίου, αυξάνει την ευπάθεια κυρίως των δασικών οικοσυστημάτων σε πυρκαγιές.

Η μολυβδίαση αποτελεί άλλη μία σημαντική επίπτωση του κυνηγιού στο περιβάλλον, με σημαντικές επιπτώσεις στις προστατευόμενες περιοχές. Αφορά στη διασπορά μολύβδινων σκαγιών σε σημαντικά ενδιαιτήματα, στη συγκέντρωση μολύβδου στο έδαφος και στη διασπορά του μολύβδου στην τροφική αλυσίδα μέσω των τραυματισμένων διαφυγόντων θηραμάτων, με αποτέλεσμα τη δηλητηρίαση ειδών της ορνιθοπανίδας και μεγάλων θηρευτών μέσω της κατάποσης ή της θήρευσης των τραυματισμένων ζώων.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση που να αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν επιπτώσεις από το κυνήγι μέσα στις προστατευόμενες περιοχές. Παράλληλα, είναι αντιφατικό να σκοτώνονται για ‘σπορ’ ζώα που ζουν μέσα σε περιοχές για την οποίες η χώρα μας έχει ως υποχρέωση την προστασία και τη βελτίωση των οικοσυστημάτων τους.

Ο αποκλεισμός του κυνηγιού από τις προστατευόμενες περιοχές δεν θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τη δράση της κυνηγετικής κοινότητας, καθώς έχει διαθέσιμο πεδίο στις ευρύτερες μη προστατευόμενες περιοχές.

6. Απαγόρευση θήρας για τα είδη Τρυγόνι, Πετροπέρδικα, Γκισάρι, Καλημάνα, Μπεκατσίνι και Ψαλίδα

Τα είδη Τρυγόνι, Γκισάρι, Καλημάνα και ψαλίδα, χαρακτηρίζονται ως τρωτά από την IUCN, ενώ η Πετροπέρδικα ως σχεδόν απειλούμενο. Ο πληθυσμός όλων των παραπάνω ειδών μειώνεται στην Ευρώπη. Με ποιο κριτήριο λοιπόν συνεχίζεται το κυνήγι τους στη χώρα μας;

Τρυγόνι: το κυνήγι του τρυγονιού αποτελεί απαράδεκτη τακτική εκ μέρους της χώρας μας, που δεν αποκλείεται σύντομα να την οδηγήσει στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει την προδικαστική διαδικασία για την Ισπανία και τη Γαλλία, καλώντας τις χώρες αυτές να κάνουν περισσότερα βήματα για την προστασία του είδους. Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία 40 χρόνια, οι πληθυσμοί του τρυγονιού στην Ευρώπη έχουν καταρρεύσει (σε κάποιες χώρες μέχρι και 90%). Στην Ελλάδα, οι ίδιοι οι κυνηγοί – χωρίς σχετική επιστημονική τεκμηρίωση – υποστηρίζουν ότι οι πληθυσμοί είναι σταθεροί με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να κυνηγούν κανονικά το είδος που βαίνει προς εξαφάνιση.

Ψαλίδα: Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των μεσοχειμωνιάτικων καταμετρήσεων υδρόβιων πουλιών (ΜΕΚΥΠ), ο πληθυσμός της Ψαλίδας στην Ελλάδα παρουσιάζει πολύ μεγάλη μείωση. Κατά την περίοδο 2004 – 2015, το είδος μειώθηκε κατά 80%, μειούμενο κατά 15% ανά έτος. Το γεγονός αυτό φαίνεται και στα αποτελέσματα της έρευνας του ΑΠΘ, όπου ο μέσος μέγιστος αριθμός σε 39 περιοχές ανέρχεται περίπου σε 18.000 πουλιά, αριθμός πολύ μικρότερος από τον αντίστοιχο των παλαιότερων ετών στην Ελλάδα.

Παρόλα αυτά, οι συγγραφείς της μελέτης του ΑΠΘ αποσιωπούν το γεγονός αυτό και θεωρούν ότι το κυνήγι της Ψαλίδας πρέπει να συνεχιστεί απρόσκοπτα και μάλιστα σε παρατεταμένη κυνηγετική περίοδο (μέχρι 10/2).

Τα είδη Καλημάνα, Μπεκατσίνι και Ψαλίδα, το 2021 άλλαξαν προς το χειρότερο status στον κόκκινο κατάλογο των Ευρωπαϊκών πουλιών που εξέδωσε το Birdlife International. Η μείωση των πληθυσμών τους θα έπρεπε από μόνη της να σημαίνει ότι δεν πρέπει να κυνηγιούνται, εφόσον το κριτήριο είναι η αειφορία και η διατήρηση των ειδών. Τα είδη αυτά αποδεδειγμένα μειώνονται βάσει ανεξάρτητων επιστημονικών μελετών του Birdlife International, τα αποτελέσματα των οποίων έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τις μελέτες που εκπονούν τα κυνηγητικά σωματεία και μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί το Υπουργείο.

7. Ρυθμίσεις θήρας στις νησιωτικές περιοχές

Προτείνεται η δημιουργία εξαιρέσεων στις νησιωτικές περιοχές, με κατά τόπους απαγορεύσεις ή περιορισμούς στη θήρα. Συγκεκριμένα, προτείνεται:

Α. Η απαγόρευση της θήρας στα μικρά νησιά λόγω του μικρού μεγέθους τους, της δυσανάλογα μεγάλης όχλησης από το κυνήγι και της αδυναμίας διαφυγής των θηραμάτων. Τα μικρά νησιά χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα κατά τις μεταναστεύσεις των πουλιών, με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται σχετικά μεγάλοι αριθμοί σε μικρές εκτάσεις. Τα πουλιά την περίοδο αυτή είναι ιδιαίτερα κουρασμένα, ενώ παράλληλα δεν έχουν δυνατότητα να διαφύγουν. Η μικρή έκταση πολλών νησιών επηρεάζει δυσανάλογα και όλα τα μη-θηρεύσιμα είδη.

Β. Στα μεγαλύτερα νησιά, προτείνεται ο χρονικός περιορισμός της θήρας καθώς ο συνδυασμός της χαμηλής βλάστησης, της ξηρασίας και της υπερβόσκησης δημιουργεί ένα αφιλόξενο περιβάλλον και προκαλεί άνισες συνθήκες θήρευσης.

Γ. Απαγόρευση της θήρας στα νησιά όπου δεν υπάρχει Δασοφυλακείο. Χωρίς Δασοφυλακείο είναι αδύνατος ο έλεγχος της εύρυθμης λειτουργίας της θήρας. Οι λαθροθήρες είτε είναι μόνιμοι κάτοικοι των νησιών, είτε έρχονται με ιδιωτικά σκάφη από άλλες περιοχές και κυνηγούν χωρίς κανένα περιορισμό. Ακόμη και σε περίπτωση καταγγελίας, είναι δύσκολη η άμεση μετάβαση των δασοφυλάκων στην περιοχή, αφού το Δασοφυλακείο βρίσκεται σε άλλο νησί και πολλές φορές είτε δεν υπάρχει μέσο μετακίνησης των ελεγκτών, είτε οι καιρικές συνθήκες δεν επιτρέπουν τη μετάβαση.

8. Απαγόρευση του κυνηγιού της Αλεπούς και του Πετροκούναβου

Προτείνουμε την απαγόρευση του κυνηγιού της Αλεπούς και του Πετροκούναβου, με οποιοδήποτε μέσο, καθώς αποτελούν είδη ρυθμιστές των πληθυσμών των τρωκτικών και βάσει της αρχής ότι κάθε είδος διαδραματίζει τον ειδικό ρόλο του στην ισορροπία του οικοσυστήματος. Επιπρόσθετα, στις περιοχές που υπάρχουν εκτροφεία μινκ, η Αλεπού είναι ο μοναδικός φυσικός θηρευτής τους, ικανός να αποτρέψει την εξάπλωσή τους όταν αυτά διαφεύγουν στο φυσικό περιβάλλον.

Η “επικήρυξη” μη βρώσιμων ειδών συμβάλλει στη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, καθώς δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι τα είδη αυτά είναι “επιβλαβή” – όπως αποκαλούνταν στο παρελθόν – και ότι πρέπει με κάθε τρόπο και μέσο να εξαφανιστούν. Είναι άλλωστε γνωστές οι συνέπειες που έχει η απαράδεκτη αυτή πρακτική, η οποία εξακολουθεί δυστυχώς να εφαρμόζεται στη χώρα μας οδηγώντας στον αφανισμό σπάνια και αυστηρά προστατευόμενα είδη της Ελληνικής πανίδας.

9. Απαγόρευση του κυνηγιού της Κάργιας, της Καρακάξας, της Κουρούνας και του Ψαρονιού

Προτείνουμε την απαγόρευση του κυνηγιού της Κάργιας, της Καρακάξας, της Κουρούνας και του Ψαρονιού, βάσει της αρχής ότι κάθε είδος διαδραματίζει τον ειδικό ρόλο του στην ισορροπία του οικοσυστήματος. Το ανεξέλεγκτο κυνήγι τους παντού δεν αντιστοιχεί στις περιορισμένες επιπτώσεις που πιθανά να έχουν κάποια από τα είδη αυτά σε ορισμένες μόνο κατηγορίες καλλιεργειών και σε συγκεκριμένες περιοχές. Η διαχείριση τυχόν προβλημάτων δεν μπορεί να επαφίεται στην κυνηγητική δραστηριότητα γενικώς, αλλά πρέπει να γίνεται βάσει ορθολογικών σχεδίων βασισμένων σε κατάλληλες ειδικές μελέτες για κάθε περιοχή.

10. Γενίκευση υποχρέωσης χρήση φωσφορίζοντος πορτοκαλί ενδύματος σε όλους τους κυνηγούς

Σύμφωνα με τις ετήσιες Υπουργικές Αποφάσεις περί ρυθμίσεων θήρας των τελευταίων ετών, θεσπίζεται η υποχρέωση χρήσης φωσφορίζοντος πορτοκαλί ενδύματος στον κορμό του σώματος, κατά τη θήρα αγριογούρουνου, λαγού, μπεκάτσας και ορτυκιού, προς αποφυγή ατυχημάτων.

Επί τούτου, θα θέλαμε κατ’ αρχήν να επισημάνουμε την ανάγκη διόρθωσης της διατύπωσης στην ΥΑ καθώς η φράση “προς αποφυγή ατυχημάτων” εμφανίζεται εσφαλμένα, προφανώς εκ παραδρομής, δύο φορές (στην αρχή και στο τέλος της πρότασης).

Πέραν όμως αυτού, η διάταξη ελέγχεται και ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενό της στο οποίο εμφιλοχώρησαν σοβαρά λογικά σφάλματα. Συγκεκριμένα, αντί του λογικά ορθού ήτοι να γενικευτεί η υποχρέωση χρήσης του φωσφορίζοντος ενδύματος στο σύνολο των κυνηγών επελέγη το λογικά αδόκιμο ήτοι να περιοριστεί η χρήση μόνο σε ορισμένους από αυτούς, με κριτήριο το είδος του θηράματος που καταδιώκουν.

Με την προσέγγιση αυτή όμως αποδυναμώνεται το περιεχόμενο της διάταξης ως κανόνα δικαίου διότι για να στοιχειοθετηθεί το ποινικό αδίκημα της έλλειψης του φωσφορίζοντος ενδύματος θα πρέπει να είναι γνωστό ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, ότι ο παραβάτης θήρευε κάποιο από τα είδη θηραμάτων που αναφέρονται στην απόφαση. Συχνά όμως αυτό δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί με πραγματικά περιστατικά και συνήθως αποτελεί αξιολογική κρίση του Δασικού οργάνου που βεβαιώνει την παράβαση, υποβαθμίζοντας την αξιοπιστία του κατηγορητηρίου.

Αλλά ακόμη και οι αιτιάσεις περί αποφυγής ατυχημάτων είναι αμφίβολο κατά πόσο υπηρετούνται από τη διατύπωση περί υποχρέωσης χρήσης του φωσφορούχου πορτοκαλί ενδύματος μόνο από τους κυνηγούς που θηρεύουν τα αναφερόμενα στην απόφαση είδη θηραμάτων.

Είναι προφανές ότι το φωσφορούχο ένδυμα έχει ως στόχο να καταστήσει τον φορέα αυτού άμεσα ορατό από τους άλλους κυνηγούς που δραστηριοποιούνται στην ίδια περιοχή και ως εκ τούτου να τον προστατέψει από πυροβολισμούς που εκ παραδρομής θα στραφούν εναντίον του είτε από πλάνη εάν κάποιος άλλος κυνηγός βάλει εναντίον του επειδή τον εξέλαβε ως θήραμα είτε τυχαία εάν βρεθεί στην γραμμή βολής άλλου κυνηγού που έβαλε μεν εναντίον θηράματος χωρίς όμως να έχει αντιληφθεί την παρουσία του.

Υπό αυτήν την έννοια, το είδος των θηραμάτων που κυνηγά κάθε κυνηγός είναι αδιάφορο ως προς την ασφάλεια του, ενώ αποκτά ιδιαίτερη σημασία το είδος των θηραμάτων που θηρεύουν οι άλλοι κυνηγοί με τους οποίους μοιράζεται τον ίδιο κυνηγότοπο. Για παράδειγμα, εάν δύο κυνηγοί θηρεύουν στην ίδια περιοχή και ο πρώτος κυνηγά φάσες ενώ ο δεύτερος λαγούς, τότε ο μεν πρώτος δεν υποχρεούται να φέρει φωσφορούχο ένδυμα καίτοι αποτελεί εν δυνάμει θύμα εσφαλμένων βολών του δεύτερου, ο δε δεύτερος υποχρεούται να φέρει φωσφορούχο ένδυμα παρότι ουδόλως κινδυνεύει από τις βολές του πρώτου. Το σοβαρό λογικό σφάλμα είναι προφανές.

Πέραν όμως της προστασίας της ανθρώπινης ζωής, η γενίκευση της χρήσης του φωσφορούχου πορτοκαλί ενδύματος από όλους τους κυνηγούς, θα καταστήσει απλούστερη και κατά συνέπεια αποτελεσματικότερη τη διάταξη και θα συμβάλλει προς το σκοπό της μείωσης της παράνομης θήρας διότι κανένας λαθροκυνηγός δεν θα είναι πρόθυμος να φέρει φωσφορούχο ένδυμα. Οπότε είτε θα εγκαταλείψει την παράνομη θήρα είτε θα διαπράττει επιπροσθέτως και ένα δεύτερο αδίκημα που θα αφορά στη μη χρήση του ειδικού ενδύματος. Σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση πλέον της επιβάρυνσης του κατηγορητηρίου με ένα δεύτερο αδίκημα, είναι παράλληλα πολύ πιθανό ότι θα αποδυναμώνονται άλλοι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, όπως για παράδειγμα η συχνή δικαιολογία ότι η θήρα εντός καταφυγίου άγριας ζωής είναι αποτέλεσμα πλάνης περί των ορίων του καταφυγίου και όχι δόλου.

Επίσης πιστεύουμε ότι η θεσμοθέτηση υποχρέωσης αναγραφής ενός μοναδικού κωδικού που θα αποδίδεται από το Δασαρχείου και θα εμφανίζεται με τρόπο ευδιάκριτο επί του φωσφορούχου ενδύματος, επιτρέποντας την ταυτοποίηση του κυνηγού από απόσταση, θα συνέβαλε τόσο στην μείωση του παράνομου κυνηγίου όσο και στον περιορισμό των κάθε λογής εντάσεων, καβγάδων και αψιμαχιών διότι θα αφαιρούσε το καθεστώς της ανωνυμίας που συχνά αποτελεί πηγή παρεπόμενων προβλημάτων.

Προτείνουμε, επίσης, να γίνεται ρητή αναφορά πως η απουσία του προβλεπόμενου φωσφορούχου ενδύματος, θα συνιστά ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση εφόσον συντρέχει αθροιστικά με οποιοδήποτε άλλη περί θήρας παράβαση.

11. Αύξηση των ελάχιστων ορίων κυνηγιού από τις κατοικημένες περιοχές

Το κυνήγι σε ακτίνα 250 μέτρων από τις κατοικημένες περιοχές και σε ακτίνα 100 μέτρων από μεμονωμένες κατοικίες δημιουργεί συχνά σοβαρούς κινδύνους στους χρήστες των περιοχών αυτών. Προτείνουμε την αύξηση των αποστάσεων κυνηγιού σε ακτίνα 500 μέτρων από τα όρια των οικισμών και 250 μέτρων από τις μεμονωμένες κατοικίες.

12. Απαγόρευση κυνηγιού πάνω στους δρόμους

Όπως αναφέρθηκε, η συχνή παρουσία οπλισμένων κυνηγών κατά μήκος των δρόμων είναι συχνή και καθόλου ενθαρρυντική και ασφαλής για τους επισκέπτες ή τους ντόπιους περιηγητές. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται η απαγόρευση κυνηγιού κατά μήκος των δρόμων και σε παράπλευρη ζώνη 100 μέτρων από αυτούς.

13. Τοποθέτηση GPS και καμερών στα οχήματα των δασικών υπαλλήλων και των θηροφυλάκων

Η τοποθέτηση GPS και καμερών στα οχήματα των δασικών υπαλλήλων και των θηροφυλάκων θα βελτιώσει και ενισχύσει τον έλεγχο της λαθροθηρίας και την ορθή λειτουργία του ελεγκτικού μηχανισμού της θήρας.

14. Κατάργηση της πανελλαδικής άδειας κυνηγιού – Απαγόρευση κυνηγίου σε αλλοδαπούς

Σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει άδεια κυνηγιού για όλη την επικράτεια της χώρας, παρά μόνο για συγκεκριμένες περιφέρειες. Κατ’ αντιστοιχία προτείνουμε την κατάργηση της πανελλαδικής άδειας θήρας. Ας δίνεται σε κάθε κυνηγό η δυνατότητα να επιλέξει 2 μόνο περιφερειακές ενότητες, μέσα στις οποίες θα μπορεί να κυνηγάει κάθε κυνηγητική περίοδο. Είναι συχνό το φαινόμενο του ‘κυνηγετικού τουρισμού’, όπου κυνηγοί από μεγάλες πόλεις πληρώνουν ντόπιους κυνηγούς ως οδηγούς, είτε άλλες φορές μετακινούνται μόνοι τους σε μέρη ελκυστικά για κυνήγι. Αυτό σημαίνει ότι μέρη όπως είναι το Δέλτα του Έβρου δέχονται δυσανάλογα μεγάλη πίεση για την έκταση τους και την φέρουσα ικανότητα τους, με εκατοντάδες κυνηγούς από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Σύμφωνα με τις σημερινές διατάξεις, τίποτα δεν εμποδίζει 10.000 κυνηγούς να βρεθούν ταυτόχρονα στο Δέλτα του Έβρου ή σε άλλα ελκυστικά για κυνήγι μέρη, το οποίο συμβαίνει δυστυχώς, με πολύ αρνητικά αποτελέσματα για τα άγρια ζώα που ζουν εκεί. Αντίστοιχα θα πρέπει να απαγορευτεί το κυνήγι σε αλλοδαπούς κυνηγούς. Είναι γνωστό το φαινόμενο κατά το οποίο Ιταλοί κυνηγοί έρχονται και κάνουν τεράστιες ζημιές στη χώρα μας, όπου μπορούν να κυνηγήσουν πιο ανεξέλεγκτα, περισσότερα είδη, και για ολόκληρο το μήνα Φεβρουάριο κατά τον οποίο απαγορεύεται το κυνήγι στη χώρα τους. Η δράση τους είναι γνωστή σε όλους όσους ασχολούνται με το θέμα, και ακόμα και κυνηγετικές οργανώσεις έχουν αντίρρηση για αυτή τη δραστηριότητα, δυστυχώς όμως μόνο επειδή τους βλέπουν ανταγωνιστικά.

Είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε επιπρόσθετη πληροφορία.